τραυματιοφόρος

τραυματιοφόρος
ο, Ν
τραυματιοφορέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + -φόρος* (<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”